ιπποσόας — ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α) 1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.) 2. το θηλ. ίπποσόα επίθ. τής θεάς Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα… … Dictionary of Greek
ἱπποσόαισιν — ἱπποσόας driving horses masc dat pl (epic ionic aeolic) ἱπποσόης dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποσόα — ἱπποσόᾱ , ἱπποσόας driving horses masc nom/voc/acc dual ἱπποσόας driving horses masc voc sg ἱπποσόᾱ , ἱπποσόας driving horses masc gen sg (doric aeolic) ἱπποσόας driving horses masc nom sg (epic) ἱπποσόᾱ , ἱπποσόης nom/voc/acc dual ἱπποσόᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιπποσσόος — ἱπποσσόος, ον (Α) βλ. ιπποσόας … Dictionary of Greek